- βασιλίκι
- τοη επικράτεια του βασιλιά, το βασίλειό του: Ο βασιλιάς κληρονομεί στο διάδοχό του το βασιλίκι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βασιλίκι — το 1. βασίλειο, βασιλική επικράτεια 2. βασιλικό αξίωμα, βασιλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεία ή < βασιλιάς] … Dictionary of Greek
αλλαξοβασιλίκι — το 1. η μεταβολή τής πολιτικής καταστάσεως μιας χώρας 2. η έλευση τής βασιλείας τού Αντίχριστου. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλαξο * + βασιλίκι] … Dictionary of Greek